- κερδαντέος
- κερδ-αντέος, α, ον,A to be used profitably,
κ. τὸ παρόν M.Ant.4.26
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κ. τὸ παρόν M.Ant.4.26
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κερδαντέος — κερδαντέος, α, ον (Α) [κερδαίνω] αυτός που πρέπει να κερδίζεται, να χρησιμοποιείται επωφελώς, επικερδώς («κερδαντέον τὸ παρόν» πρέπει να χρησιμοποιούμε επωφελώς το παρόν, Μάρκ. Αντ.) … Dictionary of Greek
κερδαντέον — κερδαντέος to be used profitably masc acc sg κερδαντέος to be used profitably neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)